κασκορσές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κασκορσές οι κασκορσέδες
      γενική του κασκορσέ των κασκορσέδων
    αιτιατική τον κασκορσέ τους κασκορσέδες
     κλητική κασκορσέ κασκορσέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κασκορσές < (λόγιο δάνειο) γαλλική cache-corset με μεταπλασμό σε αρσενικό κατά το κορσές [1] < cache (< cacher: κρύβω) + corset

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.skoɾˈses/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐σκορ‐σές

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κασκορσές αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]