κασσιτερωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κασσιτερωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου κασσιτερώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
κασσιτερωμένος, -η, -ο
- που έχει υποστεί κασσιτέρωση, που έχει επιστρωθεί με κασσίτερο για να αποφύγει την οξείδωση
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κασσίτερος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κασσιτερωμένος
|