καστιλλιάνικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καστιλλιάνικος η καστιλλιάνικη το καστιλλιάνικο
      γενική του καστιλλιάνικου της καστιλλιάνικης του καστιλλιάνικου
    αιτιατική τον καστιλλιάνικο την καστιλλιάνικη το καστιλλιάνικο
     κλητική καστιλλιάνικε καστιλλιάνικη καστιλλιάνικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καστιλλιάνικοι οι καστιλλιάνικες τα καστιλλιάνικα
      γενική των καστιλλιάνικων των καστιλλιάνικων των καστιλλιάνικων
    αιτιατική τους καστιλλιάνικους τις καστιλλιάνικες τα καστιλλιάνικα
     κλητική καστιλλιάνικοι καστιλλιάνικες καστιλλιάνικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καστιλλιάνικος < Καστιλλιάν(ος) + -ικος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.stiˈʎa.ni.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐στιλ‐λιά‐νι‐κος

Επίθετο[επεξεργασία]

καστιλλιάνικος, -η, -ο

  • ο σχετικός με την Καστίλλη ή τους κατοίκους της

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: Καστίλλη