κατάδοσις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κατάδοσῐς αἱ καταδόσεις
      γενική τῆς καταδόσεως τῶν καταδόσεων
      δοτική τῇ καταδόσει ταῖς καταδόσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κατάδοσῐν τὰς καταδόσεις
     κλητική ! κατάδοσῐ καταδόσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καταδόσει
γεν-δοτ τοῖν  καταδοσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατάδοσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική καταδίδωμι (κατανέμω, αποδίδω), καταδο- + -σις
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: (καθαρεύουσα) (με διαφορετική σημασία) νέα ελληνικά: κατάδοση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κατάδοσις θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Πηγές[επεξεργασία]