κατασπιλωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατασπιλωτικός < κατασπιλώνω + -τικός
Επίθετο[επεξεργασία]
κατασπιλωτικός που έχει σχέση με κατασπίλωση ή αναφέρεται σ’ αυτή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατασπιλωτικός
|
Πηγές[επεξεργασία]
- κατασπιλωτικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)