κατατεμαχισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατατεμαχισμός < κατατεμαχίζω + -μός < μεσαιωνική ελληνική κατατεμαχίζω < κατα- + (ελληνιστική κοινή) τεμαχίζω < αρχαία ελληνική τέμαχος < τέμνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tem- (τέμνω, κόβω)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κατατεμαχισμός αρσενικό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κατατεμαχίζω
- ο τεμαχισμός σε πολλά μικρότερα κομμάτια
- ο χωρισμός μιας μεγάλης έκτασης σε μικρότερες
- (πληροφορική) hash: το αποτέλεσμα μιας συνάρτησης κατατεμαχισμού (hash function)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατατεμαχισμός
|