καταχραζόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Χρειάζεται τεκμηρίωση με παραπομπή σε κείμενο, εγχειρίδιο ή λεξικό. |
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταχραζόμενος < → δείτε τη λέξη καταχρώμενος, μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα του ρήματος καταχρῶμαι (καταχρώμαι) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…), ιδίως για το -αζ-
Μετοχή[επεξεργασία]
καταχραζόμενος, -η, -ο
- αφού καταχράστηκε, ο καταχραστής, αλλά που καταχράζεται αυτή τη στιγμή ή σε κάποια συγκεκριμένη στιγμή στο παρελθόν ή στο μέλλον, ή όταν προσδιορίζεται και άλλη ενέργεια ή κινητρο
- ↪ Ο καταχραζόμενος δημόσιο χρήμα τιμωρείται με...
- ↪ Το έκανε καταχραζόμενος την εμπιστοσύνη μας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταχραζόμενος
|