κεκλεισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κεκλεισμένος < αρχαία ελληνική, μετοχή παθητικού παρακειμένου κλείω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ce.kliˈzme.nos/
Μετοχή[επεξεργασία]
κεκλεισμένος, -η, -ο