κεκορεσμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κεκορεσμένος < αρχαία ελληνική κεκορεσμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κορεννύω / κορέννυμι
Μετοχή[επεξεργασία]
κεκορεσμένος
- (λόγιο) άλλη μορφή του κορεσμένος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κορεννύω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κεκορεσμένος
|