κορεσμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κορεσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κορεννύω
Μετοχή[επεξεργασία]
κορεσμένος
- που έχει κορεστεί
κορεσμένος