κλάδεμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κλάδεμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κλαδεύω
- (μεταφορικά) (προφορικό) το βίαιο σταμάτημα του αντιπάλου ποδοσφαιριστή με τάκλιν