κοιλόκυρτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοιλόκυρτος η κοιλόκυρτη το κοιλόκυρτο
      γενική του κοιλόκυρτου της κοιλόκυρτης του κοιλόκυρτου
    αιτιατική τον κοιλόκυρτο την κοιλόκυρτη το κοιλόκυρτο
     κλητική κοιλόκυρτε κοιλόκυρτη κοιλόκυρτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοιλόκυρτοι οι κοιλόκυρτες τα κοιλόκυρτα
      γενική των κοιλόκυρτων των κοιλόκυρτων των κοιλόκυρτων
    αιτιατική τους κοιλόκυρτους τις κοιλόκυρτες τα κοιλόκυρτα
     κλητική κοιλόκυρτοι κοιλόκυρτες κοιλόκυρτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοιλόκυρτος < λείπει η ετυμολογία
με τους αριθμούς 3,6 και 7 υποδεικνύονται διάφοροι κοιλόκυρτοι (1) φακοί

Επίθετο[επεξεργασία]

κοιλόκυρτος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]