κοινωνική τάξη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοινωνική τάξη < → δείτε τις λέξεις κοινωνικός και τάξη, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική classe sociale
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
κοινωνική τάξη θηλυκό
- (κοινωνιολογία, πολιτική) ταξινόμηση των ανθρώπων μέσα στην κοινωνία βάσει κοινών χαρακτηριστικών, όπως οι οικονομικές απολαβές, το επάγγελμα η εκπαίδευση, ο κοινωνικός και πολιτισμικός πλούτος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοινωνική τάξη
|
Κατηγορίες:
- Κλίση θηλυκών πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κοινωνιολογία (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)