κοινωνικοασφαλιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοινωνικοασφαλιστικός < κοινωνική ασφάλιση + -τικός
Επίθετο[επεξεργασία]
κοινωνικοασφαλιστικός
- που έχει σχέση με την κοινωνική ασφάλιση, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κοινωνική ασφάλιση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοινωνικοασφαλιστικός
|