κολποκοιλιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
κολποκοιλιακός
- (ανατομία) που σχετίζεται με τους κόλπους και τις κοιλίες μιας καρδιάς
Συγγενικά[επεξεργασία]
- κολποκοιλιακά
- → δείτε τις λέξεις κόλπος και κοιλιά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κολποκοιλιακός
|