κονιορτοποιημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κονιορτοποιημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κονιορτοποιώ
Μετοχή[επεξεργασία]
κονιορτοποιημένος