κορδέλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κορδέλα | οι | κορδέλες |
γενική | της | κορδέλας | των | κορδελών |
αιτιατική | την | κορδέλα | τις | κορδέλες |
κλητική | κορδέλα | κορδέλες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κορδέλα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κορδέλα < βενετική cordela < corda[1] < λατινική chorda < αρχαία ελληνική χορδή (αντιδάνειο)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /koɾˈðe.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κορ‐δέ‐λα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κορδέλα θηλυκό
- η διακοσμητική λωρίδα
- το πεπλατυσμένο νήμα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- κορδελάτος
- → δείτε τη λέξη κορδελιάζω
[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κορδέλα
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ κορδέλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)