κοσμοαντίληψη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοσμοαντίληψη οι κοσμοαντιλήψεις
      γενική της κοσμοαντίληψης* των κοσμοαντιλήψεων
    αιτιατική την κοσμοαντίληψη τις κοσμοαντιλήψεις
     κλητική κοσμοαντίληψη κοσμοαντιλήψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κοσμοαντιλήψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοσμοαντίληψη < κόσμος + -ο- + αντίληψη ((μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Weltanschauung[1])

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ko.zmo.an.ˈdi.li.psi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐σμο‐α‐ντί‐λη‐ψη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κοσμοαντίληψη θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]