κουαρτέτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουαρτέτο τα κουαρτέτα
      γενική του κουαρτέτου των κουαρτέτων
    αιτιατική το κουαρτέτο τα κουαρτέτα
     κλητική κουαρτέτο κουαρτέτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κουαρτέτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική quartetto

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κουαρτέτο ουδέτερο

  1. (γενικότερα) κάθε σύνολο ή ομάδα που έχει απαρτίζεται από τέσσερα μέλη
  2. (μουσική) μουσικό σύνολο τεσσάρων ερμηνευτών που εκτελούν μια σύνθεση
  3. (μουσική) μουσική σύνθεση γραμμένη για τέσσερα όργανα

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]