κουνημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κουνημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κουνώ, κουνιέμαι
Μετοχή[επεξεργασία]
κουνημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη κουνώ
- φωτογραφία στην οποία δεν αποτυπώνεται το θέμα ξεκάθαρα, λόγω σχετικά χαμηλής ταχύτητας την ώρα της λήψης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κουνημένος
|