κουπόνι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κουπόνια

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουπόνι τα κουπόνια
      γενική του κουπονιού των κουπονιών
    αιτιατική το κουπόνι τα κουπόνια
     κλητική κουπόνι κουπόνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κουπόνι < (άμεσο δάνειο) ιταλική coupone < γαλλική coupon (απόκομμα) < couper

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kuˈpo.ni/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κουπόνι ουδέτερο

  1. χάρτινο απόκομμα από έγγραφο, έντυπο ή συσκευασία προϊόντος που δίνει στον κάτοχό του δικαίωμα σε έκπτωση, δώρο, παροχή υπηρεσίας κ.λπ
    εκπτωτικό κουπόνι
    με τα κουπόνια της εφημερίδας απέκτησα μια δωδεκάτομη εγκυκλοπαίδεια
  2. το απόκομμα που αντιστοιχεί σε ορισμένο ποσό, το οποίο έχει δοθεί για οικονομική ενίσχυση πολιτικού κόμματος, σωματείου, φιλανθρωπικού οργανισμού κ.λπ.
    κάθε μέλος του κόμματος αναλαμβάνει να πουλήσει κουπόνια για την ετήσια οικονομική εξόρμηση

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]