κουρδιστός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κουρδιστός η κουρδιστή το κουρδιστό
      γενική του κουρδιστού της κουρδιστής του κουρδιστού
    αιτιατική τον κουρδιστό την κουρδιστή το κουρδιστό
     κλητική κουρδιστέ κουρδιστή κουρδιστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κουρδιστοί οι κουρδιστές τα κουρδιστά
      γενική των κουρδιστών των κουρδιστών των κουρδιστών
    αιτιατική τους κουρδιστούς τις κουρδιστές τα κουρδιστά
     κλητική κουρδιστοί κουρδιστές κουρδιστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κουρδιστός < κουρδίζω

Επίθετο[επεξεργασία]

κουρδιστός

  1. αυτός που μπορεί να λειτουργήσει μόνον με μηχανισμό ελατηρίων τα οποία συσπειρώνονται με κούρδισμα (ρολόι, παιχνίδι, μουσικό όργανο)
    Τα κουρδιστά ρολόγια κοντεύουν να γίνουν αντίκες
  2. (παρομοίωση) αυτός που μοιάζει σαν να λειτουργεί με κούρδισμα, ο κουρδισμένος, που κινείται μηχανικά, σαν να μην έχει δική του βούληση
    Περπατούσε σαν κουρδιστή κούκλα
  3. (μεταφορά) αυτός που μοιάζει σαν να λειτουργεί με κούρδισμα ενώ είναι αδύνατον, η μίξη της ζωής και της μηχανής, η χαρά στην οποία παρεμβάλλεται σκληρά και χωρίς συναισθήματα ένα μηχανικό στοιχείο που μπορεί να είναι και η κακία
    Το κουρδιστό πορτοκάλι, το βιβλίο του 'Αντονι Μπέρτζες που έγινε ταινία από τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ (A clockwork Orange) με θέμα τη βία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]