κουρμπέτι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κουρμπέτι | τα | κουρμπέτια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | κουρμπέτι | τα | κουρμπέτια |
κλητική | κουρμπέτι | κουρμπέτια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kuɾˈbe.ti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κουρ‐μπέ‐τι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κουρμπέτι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) ο εκτός της κατοικίας μας χώρος, ο επαγγελματικός χώρος, η πιάτσα· (κατ’ επέκταση) η επαγγελματική ζωή, με έμφαση κυρίως στις δυσκολίες της, στη βιοπάλη
- ↪ είναι πολλά χρόνια στο κουρμπέτι, είναι μέσα στα πράγματα (είναι πολύ έμπειρος, είναι χρόνια στο χώρο)
- ※ όλοι οι κουτσαβάκηδες που ζούνε στο κουρμπέτι (τραγούδι του Μάρκου Βαμβακάρη)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- τα πέριξ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κουρμπέτι
→ δείτε τη λέξη πιάτσα |
Πηγές[επεξεργασία]
- κουρμπέτι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα στίχους τραγουδιών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)