κοψομεσιασμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοψομεσιασμένος η κοψομεσιασμένη το κοψομεσιασμένο
      γενική του κοψομεσιασμένου της κοψομεσιασμένης του κοψομεσιασμένου
    αιτιατική τον κοψομεσιασμένο την κοψομεσιασμένη το κοψομεσιασμένο
     κλητική κοψομεσιασμένε κοψομεσιασμένη κοψομεσιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοψομεσιασμένοι οι κοψομεσιασμένες τα κοψομεσιασμένα
      γενική των κοψομεσιασμένων των κοψομεσιασμένων των κοψομεσιασμένων
    αιτιατική τους κοψομεσιασμένους τις κοψομεσιασμένες τα κοψομεσιασμένα
     κλητική κοψομεσιασμένοι κοψομεσιασμένες κοψομεσιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ko.pso.me.sçaˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐ψο‐με‐σια‐σμέ‐νος

Μετοχή[επεξεργασία]

κοψομεσιασμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]