κραδαστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
κραδαστικός
- (σπάνιο) άλλη μορφή του κραδασμικός
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κραδαίνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κραδαστικός
|