κριόμορφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κριόμορφος η κριόμορφη το κριόμορφο
      γενική του κριόμορφου της κριόμορφης του κριόμορφου
    αιτιατική τον κριόμορφο την κριόμορφη το κριόμορφο
     κλητική κριόμορφε κριόμορφη κριόμορφο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κριόμορφοι οι κριόμορφες τα κριόμορφα
      γενική των κριόμορφων των κριόμορφων των κριόμορφων
    αιτιατική τους κριόμορφους τις κριόμορφες τα κριόμορφα
     κλητική κριόμορφοι κριόμορφες κριόμορφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κριόμορφος < ελληνιστική κοινή κριόμορφος

Επίθετο[επεξεργασία]

κριόμορφος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]