κροκοδειλίσιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κροκοδειλίσιος < κροκόδειλος + -ίσιος
Επίθετο[επεξεργασία]
κροκοδειλίσιος
- που έχει σχέση με κροκόδειλο, αναφέρεται σ’ αυτόν ή ανήκει σ’ αυτόν
- Αλλά η ανακάλυψη ενός απολιθώματος ανατρέπει αυτές τις εκτιμήσεις, καθώς δείχνει ότι οι «ξάδερφοι» των δεινοσαύρων είχαν μια απρόσμενα κροκοδειλίσια εμφάνιση. (*)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κροκόδειλος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κροκοδειλίσιος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)