κυπελλούχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
κυπελλούχος, -α, -ο
- που έχει κατακτήσει το κύπελλο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κυπελλούχος αρσενικό (θηλυκό: κυπελλούχα και (λόγιο) κυπελλούχος)
- που έχει κατακτήσει το κύπελλο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κυπελλούχος
|