κυρωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κυρωτικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
κυρωτικός
- που κυρώνει, επικυρώνει
- που επιβάλλει κυρώσεις
- ευθύνη πρέπει να φέρουν οι πιστωτές (ιδιώτες ή δημοσίου), οι οποίοι πρέπει να πληρώνουν για τα επιχειρηματικά τους σφάλματα και όχι να καταργούν τους κυρωτικούς μηχανισμούς των αγορών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κυρωτικός
|