λαδωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λαδωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου λαδώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
λαδωμένος, -η, -ο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λαδωμένος
|