λειοτριβημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λειοτριβημένος η λειοτριβημένη το λειοτριβημένο
      γενική του λειοτριβημένου της λειοτριβημένης του λειοτριβημένου
    αιτιατική τον λειοτριβημένο τη λειοτριβημένη το λειοτριβημένο
     κλητική λειοτριβημένε λειοτριβημένη λειοτριβημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λειοτριβημένοι οι λειοτριβημένες τα λειοτριβημένα
      γενική των λειοτριβημένων των λειοτριβημένων των λειοτριβημένων
    αιτιατική τους λειοτριβημένους τις λειοτριβημένες τα λειοτριβημένα
     κλητική λειοτριβημένοι λειοτριβημένες λειοτριβημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /li.o.tɾi.viˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λει‐ο‐τρι‐βη‐μέ‐νος

Μετοχή[επεξεργασία]

λειοτριβημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • «λειοτριβώ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)