λεκιθικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
λεκιθικός, -ή, -ό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη λέκιθος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λεκιθικός
|