λεπτολογημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /le.pto.lo.ʝiˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λε‐πτο‐λο‐γη‐μέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
λεπτολογημένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος λεπτολογώ
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λεπτολογημένος