λεπτοτεχνικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λεπτοτεχνικός η λεπτοτεχνική το λεπτοτεχνικό
      γενική του λεπτοτεχνικού της λεπτοτεχνικής του λεπτοτεχνικού
    αιτιατική τον λεπτοτεχνικό τη λεπτοτεχνική το λεπτοτεχνικό
     κλητική λεπτοτεχνικέ λεπτοτεχνική λεπτοτεχνικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λεπτοτεχνικοί οι λεπτοτεχνικές τα λεπτοτεχνικά
      γενική των λεπτοτεχνικών των λεπτοτεχνικών των λεπτοτεχνικών
    αιτιατική τους λεπτοτεχνικούς τις λεπτοτεχνικές τα λεπτοτεχνικά
     κλητική λεπτοτεχνικοί λεπτοτεχνικές λεπτοτεχνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λεπτοτεχνικός < λεπτοτεχνία + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

λεπτοτεχνικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]