λιθορριπή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λιθορριπή θηλυκό
- στρώμα ακατέργαστων ή κατεργασμένων λίθων που χρησιμοποιείται σε τεχνικά, υδραυλικά ή άλλα έργα για συγκράτηση των εδαφών, προστασία από κατολισθήσεις, πλημμύρες κ.ά., ως κυματοθραύστης κ.λπ.
- στρώμα ακατέργαστων ή κατεργασμένων λίθων, που έχουν μετακινηθεί / πέσει από την αρχική τους θέση και κείτονται
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λιθορριπή
|