λιμενοβραχίονας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λιμενοβραχίονας αρσενικό
- βραχίονας, που λειτουργεί ως κυματοθραύστης, που προστατεύει ένα λιμάνι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ λιμενοβραχίονας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας