λωβιασμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λωβιασμένος η λωβιασμένη το λωβιασμένο
      γενική του λωβιασμένου της λωβιασμένης του λωβιασμένου
    αιτιατική τον λωβιασμένο τη λωβιασμένη το λωβιασμένο
     κλητική λωβιασμένε λωβιασμένη λωβιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λωβιασμένοι οι λωβιασμένες τα λωβιασμένα
      γενική των λωβιασμένων των λωβιασμένων των λωβιασμένων
    αιτιατική τους λωβιασμένους τις λωβιασμένες τα λωβιασμένα
     κλητική λωβιασμένοι λωβιασμένες λωβιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λωβιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος λωβιάζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /lo.vʝaˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λω‐βια‐σμέ‐νος

Μετοχή[επεξεργασία]

λωβιασμένος, -η, -ο

  1. εκείνος που έχει λωβιαστεί.
  2. (το αρσενικό και ουσιαστικοποιημένο) λεπρός

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη λώβα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]