λωβιασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λωβιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος λωβιάζω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /lo.vʝaˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λω‐βια‐σμέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
λωβιασμένος, -η, -ο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη λώβα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λωβιασμένος
|