λώπη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λώπη αἱ λῶπαι
      γενική τῆς λώπης τῶν λωπῶν
      δοτική τῇ λώπ ταῖς λώπαις
    αιτιατική τὴν λώπην τὰς λώπᾱς
     κλητική ! λώπη λῶπαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λώπ
γεν-δοτ τοῖν  λώπαιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λώπη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λώπη, -ης θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]