μέλαθρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μέλαθρο τα μέλαθρα
      γενική του μελάθρου των μελάθρων
    αιτιατική το μέλαθρο τα μέλαθρα
     κλητική μέλαθρο μέλαθρα
Κατηγορία όπως «άτομο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μέλαθρο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μέλαθρον

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈme.la.θɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μέ‐λα‐θρο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μέλαθρο ουδέτερο (λόγιο)

  1. το ανάκτορο, το μέγαρο, το παλάτι
  2. η κεντρική αίθουσα του αρχαϊκού ανακτόρου
  3. μεγαλοπρεπές και πολυτελές κτήριο μεγάλων διαστάσεων

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]