μίσανδρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μίσανδρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μίσανδρος < (μισῶ) μίσ- + -ανδρος (ἀνήρ)
Επίθετο[επεξεργασία]
μίσανδρος, -η, -ο
- αυτός που μισεί το ανδρικό φύλο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μίσανδρος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μίσ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ανδρος (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μίσ- (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ανδρος (αρχαία ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)