μίσθιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μίσθιο | τα | μίσθια |
γενική | του | μισθίου & μίσθιου |
των | μισθίων |
αιτιατική | το | μίσθιο | τα | μίσθια |
κλητική | μίσθιο | μίσθια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μίσθιο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μίσθιος < ελληνιστική κοινή μίσθιος (που παίρνει μισθό) < αρχαία ελληνική μισθός με σφαλερή αλλαγή σημασίας, πιθανόν (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική louage[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈmis.θi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μί‐σθι‐ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μίσθιο ουδέτερο
- (νομικός όρος) το αντικείμενο μίας σύμβασης μίσθωσης (ιδίως ακίνητο), το οποίο μισθώνεται από έναν συμβαλλόμενο, τον εκμισθωτή, προς έναν άλλο συμβαλλόμενο, τον μισθωτή και που προσφέρεται έναντι μισθώματος
- ↪ Ο εκμισθωτής έχει στη πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή του ένα διαμέρισμα 2ου ορόφου, υπό στοιχεία … της επί της οδού … εντός διώροφης οικοδομής στο Δήμο …, εμβαδού … τ.μ., αποτελούμενο από τρία υπνοδωμάτια, ένα καθιστικό, μία κουζίνα, ένα λουτρό, ένα WC και έναν εξώστη προς την οδό … , εφεξής καλούμενο «μίσθιο». (απόσπασμα από μισθωτήριο)
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη μισθός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μίσθιο
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ μίσθιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)