μακροβιοτική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μακροβιοτική < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική macrobiotics < αρχαία ελληνική μακρός + βιωτικός < βίος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μακροβιοτική θηλυκό
- (νεολογισμός) η προσπάθεια επίτευξης μια μακρόχρονης και καλής ζωής με υγιεινή διατροφή, γύμναση και άλλες μεθόδους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μακροβιοτική
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)