μακροσκοπικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μακροσκοπικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική macroscopique < μακρός + σκοπέω, -ῶ
Επίθετο[επεξεργασία]
μακροσκοπικός
- για παρατήρηση, εξέταση, έλεγχο κ.λπ. ενός αντικειμένου από μακριά, με γυμνό μάτι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μακροσκοπικός