μαουνιέρικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαουνιέρικος η μαουνιέρικη το μαουνιέρικο
      γενική του μαουνιέρικου της μαουνιέρικης του μαουνιέρικου
    αιτιατική τον μαουνιέρικο τη μαουνιέρικη το μαουνιέρικο
     κλητική μαουνιέρικε μαουνιέρικη μαουνιέρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαουνιέρικοι οι μαουνιέρικες τα μαουνιέρικα
      γενική των μαουνιέρικων των μαουνιέρικων των μαουνιέρικων
    αιτιατική τους μαουνιέρικους τις μαουνιέρικες τα μαουνιέρικα
     κλητική μαουνιέρικοι μαουνιέρικες μαουνιέρικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαουνιέρικος < μαουνιέρης + -ικος

Επίθετο[επεξεργασία]

μαουνιέρικος, -η, -ο

  1. (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) σχετικός με μαούνα ή με μαουνιέρη.
  2. το ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό ως ουσ: τα μαουνιέρικα → δείτε τη λέξη .

Μεταφράσεις[επεξεργασία]