ματαιόσπουδος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ματαιόσπουδος η ματαιόσπουδη το ματαιόσπουδο
      γενική του ματαιόσπουδου της ματαιόσπουδης του ματαιόσπουδου
    αιτιατική τον ματαιόσπουδο τη ματαιόσπουδη το ματαιόσπουδο
     κλητική ματαιόσπουδε ματαιόσπουδη ματαιόσπουδο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ματαιόσπουδοι οι ματαιόσπουδες τα ματαιόσπουδα
      γενική των ματαιόσπουδων των ματαιόσπουδων των ματαιόσπουδων
    αιτιατική τους ματαιόσπουδους τις ματαιόσπουδες τα ματαιόσπουδα
     κλητική ματαιόσπουδοι ματαιόσπουδες ματαιόσπουδα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ματαιόσπουδος < ελληνιστική κοινή ματαιόσπουδος < αρχαία ελληνική μάταιος + σπουδή

Επίθετο[επεξεργασία]

ματαιόσπουδος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]