μαυσωλείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαυσωλείο < μαυσωλεῖον < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Μαυσώλειον < το όνομα του Μαύσωλου (Μαύσσωλλου)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /maf.soˈli.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μαυ‐σω‐λεί‐ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαυσωλείο ουδέτερο
- ταφικό μνημείο, μεγαλοπρεπές
- ↪ το μαυσωλείο της Αλικαρνασσού, 'το μαυσωλείο του Αραφάτ, του Λένιν
- (σκωπτικό) αχρείαστα μεγαλεπήβολο κτίριο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαυσωλείο
{μτφ-τέλος}} Πηγές[επεξεργασία]
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από ανθρωπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σκωπτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)