μεθερμηνεμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεθερμηνεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μεθερμηνεύω
Μετοχή
[επεξεργασία]μεθερμηνεμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μεθερμηνεύω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μεθερμηνεμένος
|