μεσοαστός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεσοαστός αρσενικό
- κάποιος που θα μπορούσε να καταταχθεί στα μεσαία στρώματα της αστικής τάξης
Συγγενικά[επεξεργασία]
- μεσοαστικός
- → δείτε τις λέξεις μέσος και άστυ
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεσοαστός
|