μεσοβοριάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεσοβοριάς αρσενικό
- ο άνεμος που πνέει από κατεύθυνση ανάμεσα από τα βόρεια και βορειοανατολικά σημεία του ορίζοντα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεσοβοριάς
|