μεσόπατος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεσόπατος αρσενικό
- το μεσοπάτωμα
- πλαστικό ή δερμάτινο κομματάκι που τοποθετείται πάνω από τον πάτο ενός υποδήματος (και συνήθως στο πίσω μέρος)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεσόπατος
|